- κουτσοβλάχικος
- влашки
Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.
Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.
κουτσοβλάχικος — η, ο [Κουτσόβλαχος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Κουτσοβλάχους … Dictionary of Greek